- αποπληθωρισμός
- Η δέσμη οικονομικών, δημοσιονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μέτρων που καθορίζει η κυβέρνηση μιας χώρας, για την ταχύρυθμη ή σταδιακή αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την εξυγίανση της εθνικής οικονομίας. Σύνηθες δυσάρεστο παρακολούθημα του α. είναι η εφαρμογή της λεγόμενης πολιτικής λιτότητας, με την οποία συγκρατείται ή περιορίζεται το συνολικό κόστος μισθών και ημερομισθίων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και περιορίζεται αισθητά η αγοραστική-καταναλωτική ικανότητα των εργαζομένων.
* * *οη εξουδετέρωση των ανοδικών επιδράσεων των τιμών (πληθωρισμού) στη διαμόρφωση της αξίας των διαφόρων οικονομικών μεγεθών και στον υπολογισμό της αγοραστικής δύναμης των διαφόρων εισοδημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.